- συνεστραμμέναι
- συστρέφωtwist upperf part mp fem nom/voc plσυνεστραμμένᾱͅ , συστρέφωtwist upperf part mp fem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek
σπόρθυγγες — Α (κατά τον Ησύχ.) «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπύραθος] … Dictionary of Greek